10.8.17

Οι ανάγκες εκπαίδευσης
στην παγκοσμιοποιημένη κοινότητα

Εισήγηση των: Δημήτρη Ζαχαρίου, MSc Φιλολόγου
και Ελένης Χανόγλου, MSc Θεολόγου
καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης

 2ο Διεθνές Συνέδριο
...για να ξαναφανταστούμε το σχολείο...
Θεσσαλονίκη, 24, 25 και 26 Σεπτεμβρίου 2015
Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής
Σχολή Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Κυρίες και κύριοι,
            Ο όρος παγκοσμιοποίηση έχει ταυτιστεί με την απελευθέρωση των αγορών και των ιδιωτικών συναλλαγών πέρα από τα εθνικά σύνορα δημιουργώντας διεθνή ανταγωνισμό σε οικονομικό επίπεδο. Σχετίζεται επίσης με τεχνολογικές αλλαγές και εξελίξεις που διευκολύνουν τις συναλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα και αναδεικνύουν την τεχνολογία ως πηγή πλούτου και δείκτη οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας. Παράλληλα όμως υπάρχει και η πολιτισμική διάσταση της παγκοσμιοποίησης. Τα έντονα φαινόμενα μετακινήσεων, κυρίως προς αναζήτηση εργασίας, που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στις διάφορες χώρες, καθώς και η κοινωνική κινητικότητα, είχαν ως αποτέλεσμα την αλλαγή της μορφής και της δομής των κοινωνιών, των «θρησκευτικών ομάδων», των «πολιτικών ταυτότητας» και των πολιτισμικών στοιχείων.
            Μέσα σε αυτές τις διεργασίες η εκπαίδευση κατέχει σημαντική θέση και μάλιστα η σχολική εκπαίδευση αναγνωρίζεται ως βασική πηγή πληροφόρησης και παροχής γνώσης στη νέα εποχή της κοινωνίας της γνώσης. Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές η παγκοσμιοποίηση επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εκπαίδευση στις μέρες μας τόσο σε εθνικό, όσο και διεθνές επίπεδο. Το εθνικό κράτος, τής μετά την Αναγέννηση εποχής, που αποτελούσε μέχρι τώρα κυρίαρχο φορέα εκπαίδευσης, καλείται τώρα να αναθεωρήσει το ρόλο και τις πρακτικές του, αν θέλει να παραμείνει η παιδεία δημοκρατικό δικαίωμα όλων των πολιτών και να μην αποδυναμωθεί ο ρόλος του τόσο από την εμπορευματοποίηση, διεθνοποίηση και ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, όσο και από τις όλο και περισσότερες παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών.
            Ποιος όμως θα πρέπει να είναι ο ρόλος του κράτους και κυρίως ποιο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης είναι ένα πρόβλημα που αν απασχολούσε την Αθηναϊκή κοινωνία του 5ου αιώνα π.Χ. πόσο περισσότερο θα πρέπει να απασχολεί εμάς σήμερα; Αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά: «Δεν έχουν, πράγματι, όλοι την ίδια γνώμη για το τι πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι… Αν ξεκινήσουμε από την εκπαίδευση που παρέχεται σήμερα, η έρευνά μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη σύγχυση, καθώς δεν είναι φανερό αν η παιδεία πρέπει να προσφέρει αυτά που είναι χρήσιμα για τη ζωή ή αυτά που οδηγούν στην αρετή ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση».
            Στις μέρες μας, η παγκοσμιοποίηση έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για περεταίρω εκπαίδευση και ειδίκευση. Το γεγονός ότι όσο παραγωγικότερο είναι το εργατικό δυναμικό, τόσο περισσότερα κέρδη εξασφαλίζει το κεφάλαιο, οδηγεί στην ανάγκη για δημιουργία «των καλύτερων υποδομών, του καλύτερου εργατικού δυναμικού, του καλύτερου περιβάλλοντος για έρευνα και καινοτομίες. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η υψηλότερη παραγωγικότητα και έρχεται η ευημερία για όλους». Έτσι οι πολυεθνικές επιδιώκουν να εδρεύουν και να δραστηριοποιούνται σε χώρες που είναι ανεπτυγμένες και αξιόπιστες όσον αφορά τις γνώσεις, τις δεξιότητες, τις μεταφορές και τις επικοινωνίες και ταυτόχρονα ασκούν πιέσεις στα κράτη ώστε να προσφέρουν ευκαιρίες εκπαίδευσης και εξειδίκευσης στους τωρινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους.
            Ακόμα και ο Ο.Η.Ε. μέσω της Έκθεσης του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για την κατάρτιση και την απασχόληση του 2000 παραδέχεται ότι  «Η  εκπαίδευση θα έπρεπε να προετοιμάζει τους νέους για ευέλικτη επαγγελματική σταδιοδρομία και την πιθανότητα πολλών αλλαγών επαγγέλματος κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Θα έπρεπε να προωθεί μία θετική εικόνα για την επιχείρηση και την επιχειρηματικότητα…» και λίγο παρακάτω «…είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε αναγκαία η προαγωγή της απασχολησιμότητας του καθενός από το εκπαιδευτικό σύστημα, με την ανάδειξή της σε κύριο καθήκον της βασικής εκπαίδευσης».
            Αυτή η πραγματικότητα προκαλεί δύο, κατά βάση, αντιμαχόμενες θέσεις. Από τη μια οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης που προσδοκούν την κατάργηση των αποστάσεων, τη πτώση των συνόρων, τη βαθμιαία προσέγγιση των ανθρώπων μέσα από τη συνειδητοποίηση των κοινών αξιών και της κοινής τους μοίρας. Από την άλλη, οι σκεπτικιστές και ριζοσπάστες, που ταυτίζουν την παγκοσμιοποίηση με την εξάπλωση ενός στυγνού νεοφιλελευθερισμού, που κάνουν λόγο για εταιρείες γίγαντες και έθνη νάνους, και συνδέουν την παγκοσμιοποίηση με τη διαιώνιση της εκμετάλλευσης, τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την εμπορευματοποίηση της γνώσης και την κατάλυση κάθε δημόσιας κοινωνικής παροχής–μεταξύ αυτών και της δημόσιας εκπαίδευσης.

            Κυρίες και κύριοι,
όποια θέση κι αν υποστηρίζει κανείς, θεωρώ ότι κοινή συνισταμένη είναι η παραδοχή των ραγδαίων αλλαγών και η υποχρέωσή μας να τις ακολουθήσουμε!
            Το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα αδυνατεί να προσφέρει στους ενδιαφερόμενους τη μετάβαση σε υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης με έναν ευέλικτο και περισσότερο εξατομικευμένο τρόπο. Πρέπει να προχωρήσει με γενναία βήματα σε ένα σύνολο αλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη ότι, πέραν της τυπικής εκπαίδευσης, σπουδαίο ρόλο κατέχει πλέον και η μη τυπική και η άτυπη εκπαίδευση.

            Πρωταρχική αναγκαιότητα αποτελεί η ολοκληρωμένη κατάρτιση στην Τεχνολογία των Πληροφοριών και της Επικοινωνίας. Η Πληροφορική, κατά τον παιδαγωγό SeymourPapert (Σίμουρ Πέιπερτ), είναι η «νέα γλώσσα» που οφείλουν να ξέρουν όλοι για να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τα πανίσχυρα εργαλεία της, τους υπολογιστές. Αποτελεί επείγουσα εκπαιδευτική προτεραιότητα των προηγμένων κρατών καθώς όλοι οι σύγχρονοι επιστήμονες (Φυσικοί, Χημικοί, Βιολόγοι, Οικονομολόγοι, Κοινωνιολόγοι, Ψυχολόγοι κ.ά.) όλο και περισσότερο χρησιμοποιούν την πληροφορική για να μπορούν να περιγράφουν, να μελετούν και να επιλύουν προβλήματα, αφού οι υπολογιστές τους δίνουν τη δυνατότητα να μελετούν πολύπλοκα συστήματα και να χειρίζονται τεράστιες ποσότητες πληροφορίας, κάτι που ήταν αδύνατο στο παρελθόν. Με αυτόν τον τρόπο η ραγδαία ανάπτυξη της Πληροφορικής έχει ήδη συμβάλει στην ανάπτυξη και των άλλων επιστημών. Συνεπώς οι υποψήφιοι νέοι επιστήμονες χρειάζεται, πέρα από τις απλές δεξιότητες χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, που θα πρέπει να έχουν κατακτήσει στην υποχρεωτική εκπαίδευση, να μιλούν τη «γλώσσα της πληροφορικής», όχι μόνο για να συμβάλουν στην έρευνα που αφορά στην επιστήμη τους, αλλά και για να κατανοήσουν τις πρόσφατες εξελίξεις και τις ήδη καθιερωμένες πρακτικές της.
            Δεύτερη, εξίσου σημαντική και αναγνωρισμένη, αναγκαιότητα αποτελεί η εκμάθηση ξένων γλωσσών με κυρίαρχη πλέον την Αγγλική. Στις σημερινές συνθήκες η Αγγλική γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με πολλούς τομείς που επηρεάζουν άμεσα την κοινωνική και οικονομική ζωή των πολιτών. Παράγοντες όπως η έκρηξη της τεχνολογίας, η πολύγλωσση-πολυπολιτισμική σύνθεση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία, η ευρωπαϊκή πολιτική για μια «κοινωνία της γνώσης», η ελεύθερη κυκλοφορία ατόμων, αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και η διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων απασχόλησης διαφοροποιούν τις στάσεις και τις ανάγκες των πολιτών και επιβάλλουν πολύ καλή γνώση ξένων γλωσσών. Η αποτελεσματική, επομένως, και ολοκληρωμένη εκμάθηση της Αγγλικής, με την αναγκαία πιστοποίησή της, στο πλαίσιο του σχολικού προγράμματος, αποτελεί αδήριτη ανάγκη για τους αυριανούς πολίτες και εργαζόμενους.
            Οι δύο παραπάνω περιπτώσεις αναγνωρίστηκαν και εντάχθηκαν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αν και οι ειδικοί διαπιστώνουν ελλείψεις και ανακολουθίες στη συνεπή υποστήριξή τους. Μια άλλη αναγκαιότητα που παρουσιάστηκε τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά βρίσκεται ακόμα σε νηπιακό στάδιο ανάπτυξης είναι η διά βίου παιδεία.
            Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, οι εξελίξεις στο οικονομικό-τεχνολογικό επίπεδο προκάλεσαν σημαντική διαρθρωτική ανεργία λόγω έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού και ταυτόχρονα απαξίωση των δεξιοτήτων του υπάρχοντος προσωπικού. Οι τότε κυβερνήσεις, για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, προώθησαν προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης που σχετίζονταν με την απασχόληση. Η εκπαίδευση ενηλίκων με λίγα λόγια, τέθηκε στην υπηρεσία της οικονομικής ανταγωνιστικότητας και της απασχολησιμότητας. Πολύ σύντομα όμως έγινε αντιληπτό ότι αυτή η μονομερής αντιμετώπιση της εκπαίδευσης ενηλίκων, από την οικονομική μόνο σκοπιά, ήταν ανεπαρκής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και τέθηκε πλέον επιτακτικά το αίτημα για έμφαση στις κοινωνικές ανάγκες των ατόμων, στη σύσφιξη της κοινωνικής συνοχής, στη συμμετοχή όλων στα πεδία που τους αφορούν: στην πολιτική, στην τοπική κοινωνία, στην εκπαίδευση, στις πολιτικές απασχόλησης. Για να επιτευχθούν όλα τα ανωτέρω, θα έπρεπε αφενός να δημιουργηθούν νέα, αυτοτελή προγράμματα που να προσφέρουν αυτές τις κοινωνικές δεξιότητες και τις δεξιότητες μάθησης. Αφετέρου, θα έπρεπε τα προγράμματα κατάρτισης και επιμόρφωσης να εμπλουτιστούν με αυτά τα στοιχεία, πράγμα που προϋπέθετε μια άλλη λογική στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, βασισμένη στις αρχές της ενεργητικής μάθησης, της ανάπτυξης κριτικής σκέψης, της μάθησης μέσα από την πράξη, της ανοικτής επικοινωνίας ανάμεσα στον εκπαιδευτή και τους συμμετέχοντες. Προϋπέθετε ακόμα το μετασχηματισμό του ρόλου του εκπαιδευτή. Να μετατραπεί από μεταδότη γνώσεων σε συντονιστή, εμψυχωτή, καταλύτη, διαμεσολαβητή ανάμεσα στο προς μελέτη αντικείμενο και στους συμμετέχοντες. Επίσης, έγινε κατανοητό ότι, για να αποκτήσει ο σύγχρονος άνθρωπος όλα αυτά τα εφόδια, θα έπρεπε να συνεργήσει όχι μόνο ο τομέας της εκπαίδευσης ενηλίκων, αλλά και ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και η άτυπη εκπαίδευση, δηλαδή οι φυσικές δραστηριότητες της καθημερινής, κοινωνικής και εργασιακής ζωής, μέσα από τις οποίες αποκτούμε νέες γνώσεις και δεξιότητες. Θα έπρεπε λοιπόν να δοθεί έμφαση στη δια βίου μάθηση, που αποτελεί τη σύνθεση όλων αυτών των συμπληρωματικών μορφών εκπαίδευσης.
            Ένα πρώτο βήμα προς αυτές τις κατευθύνσεις εκδηλώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1996, όταν το έτος αυτό χαρακτηρίστηκε «Ευρωπαϊκό Έτος Εκπαίδευσης και Διά Βίου Κατάρτισης». Ταυτόχρονα, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κυκλοφόρησε το «Λευκό Βιβλίο: Διδασκαλία και Μάθηση προς την Κοινωνία της Γνώσης», στο οποίο καταγράφονταν οι νέες προοπτικές.
            Οι πολύπλευρες διαστάσεις του ζητήματος προσδιορίστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έγινε σε επίπεδο πρωθυπουργών στη Λισσαβόνα, το Μάρτιο του 2000. Εκεί τέθηκε ο στόχος να γίνει την προσεχή δεκαετία η Ευρωπαϊκή Ένωση η πιο ισχυρή κοινωνία της γνώσης. Ως βασικό μέσο για την επίτευξη του στόχου ορίστηκε η ανάπτυξη δικτύων δια βίου μάθησης και καθορίστηκαν οι βασικοί άξονες στρατηγικής.
            Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, το Δεκέμβριο του 2000,επιβεβαίωσε τις αποφάσεις της Λισσαβόνας και ψήφισε την «Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ατζέντα», ουσιώδες μέρος της οποίας είναι η ανάπτυξη και επέκταση της δια βίου μάθησης, καθώς και η βελτίωση της ποιότητάς της. Αυτές οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων σηματοδοτούν εξελίξεις με βαρύνουσα σημασία:
·        Πρώτον, η εκπαίδευση ενηλίκων, ως συστατικό στοιχείο της δια βίου μάθησης, τίθεται στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής στρατηγικής.
·        Δεύτερον, αναδύεται η χρησιμότητα όχι μόνο της κατάρτισης και της εκπαίδευσης που παρέχεται από επίσημους θεσμούς, αλλά και των μη επαγγελματικών μορφών εκπαίδευσης ενηλίκων που παρέχονται από κοινωνικούς ή πολιτισμικούς φορείς, συνδικαλιστικές ή πολιτικές οργανώσεις, αθλητικά σωματεία κ.ά.
·        Και τρίτον, η αποτελεσματικότητα της μάθησης συνδέεται με βασικές αρχές, πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η εκπαίδευση ενηλίκων: την ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευόμενων, την ανάληψη υπευθυνοτήτων από τους ίδιους και την ανάπτυξη κριτικής ικανότητας.

            Από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης τώρα, στα πλαίσια του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, καταρτίστηκαν και εκτελέστηκαν Επιχειρησιακά Προγράμματα σχετιζόμενα με τη διά βίου εκπαίδευση (τα βλέπετε στη διαφάνεια)

            Επίσης, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα με στόχο την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στα προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων. Ιδρύθηκε το Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης, αναπτύχθηκαν ορισμένες αξιόλογες εκπαιδευτικές δραστηριότητες από τη Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων, το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και από ορισμένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης.
            Άλλοι φορείς Εκπαίδευσης Ενηλίκων, που χρηματοδοτούνται εξ’ ολοκλήρου  ή εν μέρει από την Ε.Ε. και υλοποιούν, ή υλοποίησαν κατά το παρελθόν, προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης μη επαγγελματικού χαρακτήρα είναι: 
·        Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
·        Νομαρχιακές Επιτροπές Λαϊκής Επιμόρφωσης
·        Επιμελητήρια, Επιστημονικές Ενώσεις, Σύλλογοι
·        Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, Κολέγια, Ιδιωτικές Σχολές
·        Πολιτιστικοί φορείς (Σύλλογοι, Δημοτικές Επιχειρήσεις κ.ά.)
·        Πανεπιστήμια που πραγματοποιούν επιμορφωτικά προγράμματα
·        Συνδικαλιστικές οργανώσεις
·        Φορείς εκπαίδευσης γονέων

            Μία παράμετρος – μέθοδος διά βίου εκπαίδευσης που, νομίζω, χρήσει ιδιαίτερης αναφοράς είναι η Ανοικτή και Εξ’ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Πρόκειται ουσιαστικά για εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο λειτουργεί συμπληρωματικά προς τα παραδοσιακά, επιδιώκοντας να ξεπεράσει τα προβλήματα και τους περιορισμούς που έχουν εκείνα.  Τα παραδοσιακά συστήματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης αδυνατούν να καλύψουν το εύρος και την ποιότητα των εκπαιδευτικών απαιτήσεων διότι απευθύνονται σε σχετικά μικρό φάσμα ηλικιών, απαιτούν εισαγωγικές εξετάσεις και επιβάλλουν την φυσική παρουσία του εκπαιδευόμενου. Υστερούν δηλαδή ως προς την ευελιξία και το μέγεθος ώστε να καλύψουν τις συνολικές εκπαιδευτικές επιθυμίες και τη ζήτηση για μικρά και σύντομα προγράμματα.
            Αντίθετα, ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης από απόσταση μπορεί να απευθύνεται σε διαφορετικές βαθμίδες εκπαίδευσης, σε διαφορετικού επιπέδου εκπαιδευόμενους και να καλύπτει τις ιδιαίτερες ανάγκες και απαιτήσεις τους.
            Σήμερα, όλα τα Ελληνικά Πανεπιστήμια πραγματοποιούν προγράμματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης που, αν και βρήκαν ανταπόκριση στο κοινό, η οικονομική κρίση ανέκοψε την ανάπτυξή τους.
           
            Στο τελευταίο ο μέρος αυτής της εισήγησης άφησα αυτό που θεωρώ ως τη  σημαντικότερη  αναγκαιότητα για το σύγχρονο σχολείο, τις ανθρωπιστικές σπουδές. Όχι γιατί δεν διδάσκονται, αλλά γιατί τις τελευταίες δεκαετίες υποβαθμίζεται συνεχώς ο ρόλος τους και περιορίζεται η παρουσία τους στα Αναλυτικά Προγράμματα όλων των Δυτικών χωρών, που κάποτε αποτελούσαν την κοιτίδα του ανθρωπισμού. Και είναι πρόδηλη αναγκαιότητα η ανάπτυξη ενός νέου κινήματος ανθρωπισμού με παγκόσμια πλέον δράση, με σκοπό να αναχαιτισθεί ο αχαλίνωτος και ασύδοτος καπιταλισμός της άναρχης αγοράς και η συνεχής απο-πολιτικοποίηση που προωθεί ο νεοφιλελεύθερος οικουμενισμός. Είναι κοινή παραδοχή ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, ούτε είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Οφείλεται στο γεγονός ότι ο πολιτισμός μας έχει παραγκωνίσει, για να μην πω επιβουλεύεται, την αιτία της ύπαρξής του, τον άνθρωπο. Είναι βαθιά κρίση ανθρωπισμού, καθώς ο άνθρωπος έπαψε να αποτελεί το αμετακίνητο μέτρο της ζωής, όπως τον ήθελε ο Πρωταγόρας με την απόφανση «πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος», έχει πάψει να αποτελεί σκοπό και υποβιβάστηκε σε μέσο. Το άτομο δε λογαριάζεται πια ως ιδιαίτερη ανθρώπινη ύπαρξη, άξια φροντίδας και σεβασμού· υπολογίζεται περισσότερο ως μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης, ως στοιχείο στους δείκτες της στατιστικής, ως ποσοστιαία μονάδα στα οικονομικά μεγέθη.
            Και στο χώρο της εκπαίδευσης, η φιλοσοφία του καπιταλιστικού συστήματος επιδιώκει την υποταγή του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες της αγοράς. Ολοένα και περισσότερο το εκπαιδευτικό σύστημα χρησιμοποιείται για την παραγωγή του ανθρώπινου δυναμικού που θα στελεχώσει τις διάφορες επιχειρήσεις. Η εκπαίδευση χάνει τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα, με τα Αναλυτικά Προγράμματα να δίνουν περισσότερη έμφαση στην εξειδικευμένη γνώση και κατάρτιση παρά στη γενική και ολόπλευρη ανάπτυξη του μαθητή.
            Αυτή τη λαίλαπα καλείται να ανακόψει το σχολείο του νέου ανθρωπισμού και να ξαναγίνει σχολείο με κυρίαρχη τη μορφωτική και παιδαγωγική του διάσταση για την άμβλυνση των προβλημάτων και των στρεβλώσεων που δημιουργεί στο κοινωνικό σύνολο το ισχύον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Με τη δημιουργία μιας «κουλτούρας μάθησης», δηλαδή ενός περιβάλλοντος μάθησης μέσα στα σχολεία που θα ενεργοποιεί τη δημιουργικότητα, την εμπιστοσύνη, την επιμονή. Το σχολείο που θα παρέχει ένα ασφαλές και αξιόπιστο περιβάλλον, που θα τιμά το στοχασμό και τη δημιουργικότητα, θα ενθαρρύνει τη συνεργασία στην επίλυση των προβλημάτων,  θα αναγνωρίζει τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου μέσα στη σχολική τάξη καθώς και τη σπουδαιότητα της τοπικής κοινότητας. 
            Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα στηρίζεται στις ανθρωπιστικές σπουδές, θα στοχεύει στην ευαισθητοποίηση των πολιτών στα διάφορα κοινωνικά και άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης μας (φτώχεια, πείνα, θανατηφόρες ασθένειες, ναρκωτικά, τρομοκρατία, καταστροφή του περιβάλλοντος κτλ.) μια ευαισθητοποίηση μάλιστα που πρέπει να συνοδεύεται και από αντίστοιχες δράσεις. Θα στοχεύει επίσης στον εκδημοκρατισμό της παιδείας και τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, στη συλλογικότητα στις αποφάσεις για θέματα που τους αφορούν και τους επηρεάζουν άμεσα, στο σεβασμό προς τον άνθρωπο και τα δημιουργήματά του, στην αναγνώριση των δικαιωμάτων αλλά και την αποδοχή των υποχρεώσεων και, τελικά, στη δημιουργία κριτικά σκεπτόμενων πολιτών.
           
            Κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω ενεργειών είναι η ύπαρξη οράματος και στόχων που θα καθοδηγούν και θα εμπνέουν τον εκπαιδευτικό και θα δίνουν νόημα και προοπτική στη δράση του.
           

            Σας ευχαριστώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: