2.9.14

ολοκαύτωμα Χορτιάτη 2 Σεπτεμβρίου 1944

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί

Γιώργος Σεφέρης


 
Το πρωί του Σαββάτου 2 Σεπτεμβρίου του 1944 μια διμοιρία του ΕΛ.Α.Σ με επικεφαλής τον Βάιο Ρικούδη, που ανήκε στον λόχο του Αντώνη Καζάκου (Καπετάν Φλωριάς) κατέβηκε από το βουνό του Χορτιάτη και, έξω από το ομώνυμο χωριό, έστησε ενέδρα σε αυτοκίνητο του οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης που πήγαινε στο βυζαντινό υδραγωγείο για την απολύμανση της δεξαμενής από την οποία υδροδοτούνταν η Θεσσαλονίκη.  Όταν το αυτοκίνητο πλησίασε στην τοποθεσία Καμάρα, δέχθηκε τα πυρά των ανταρτών με αποτέλεσμα να τραυματιστούν ο οδηγός του αυτοκινήτου και ένας εργοδηγός που επέβαινε σε αυτό, που και οι δύο ήταν Έλληνες. Ο εργοδηγός εξέπνευσε λίγο αργότερα, αφού μεταφέρθηκε στο χωριό από τους αντάρτες.
Μετά από περίπου μισή ώρα ένα δεύτερο αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν τρεις Γερμανοί, ένας Έλληνας εργοδηγός και ένας Έλληνας υπάλληλος του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, πλησιάζοντας στην ίδια περιοχή, δέχθηκε και αυτό επίθεση από τους αντάρτες. Στη συμπλοκή που ακολούθησε δύο Γερμανοί τραυματίστηκαν. Τελικά οι δύο Έλληνες και ο ένας από τους τραυματίες Γερμανούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους αντάρτες, ενώ οι άλλοι δύο Γερμανοί κατάφεραν να διαφύγουν και να επιστρέψουν στο Ασβεστοχώρι .
Μετά τις δύο αυτές επιθέσεις των ανταρτών οι κάτοικοι της κωμόπολης του Χορτιάτη ζήτησαν τη συμβουλή του Καζάκου ως προς το αν έπρεπε να φύγουν από το χωριό, φοβούμενοι αντίποινα των Γερμανών, εκείνος όμως τους καθησύχασε, διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Έτσι η πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν τότε στο χωριό παρέμειναν στα σπίτια τους (ήταν κυρίως γυναικόπαιδα, καθώς οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν φύγει από νωρίς για να πάνε στις δουλειές τους). Έπειτα οι αντάρτες έφυγαν προς το Λιβάδι και τα Πετροκέρασα, παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους.

Η σφαγή

Λίγο αργότερα, έφτασαν στο Χορτιάτη περίπου είκοσι φορτηγά με Γερμανούς στρατιώτες και άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Φριτς Σούμπερτ (Jagdkommando Schubert) και περικύκλωσαν το χωριό. Αφού συγκέντρωσαν τους κατοίκους που βρήκαν στην κεντρική πλατεία και στο καφενείο του χωριού, άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια. Στη συνέχεια οδήγησαν τους συγκεντρωμένους στην πλατεία κατοίκους στο σπίτι του Ευάγγελου Νταμπούδη και τους έκαψαν ζωντανούς. Τους συγκεντρωμένους στο καφενείο τους οδήγησαν, με τη συνοδεία ενός χαρούμενου σκοπού που έπαιζε στο βιολί ένας άντρας του Σούμπερτ και τους έκλεισαν στο φούρνο του Στέφανου Γκουραμάνη. Εκεί οι άντρες του Σούμπερτ έστησαν ένα πολυβόλο και άρχισαν να τους πυροβολούν από ένα μικρό παραθυράκι της πόρτας. Κατόπιν έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς όσους δεν είχαν σκοτωθεί από τις ριπές του πολυβόλου.
Από τους εγκλωβισμένους όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από το κτίριο που καιγόταν μαχαιρώθηκαν από τους στρατιώτες που περίμεναν έξω. Μόνο δύο άνθρωποι κατάφεραν να γλυτώσουν από το φούρνο του Γκουραμάνη. Εκτός από τους κατοίκους που δολοφονήθηκαν στα δύο προαναφερθέντα σημεία του χωριού, άλλοι δολοφονήθηκαν έξω από τα σπίτια τους και έντεκα καταδιώχθηκαν και εκτελέστηκαν έξω από το χωριό ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν. Επίσης γυναίκες κάτοικοι του Χορτιάτη έπεσαν θύματα βιασμού πριν δολοφονηθούν από τους άντρες του Σούμπερτ. Συνολικά σκοτώθηκαν εκείνη την μέρα 149 κάτοικοι του Χορτιάτη, ανάμεσα τους 109 γυναίκες και κορίτσια και κάηκαν περίπου 300 σπίτια.
Εξ αιτίας του φόβου ότι οι Γερμανοί θα επέστρεφαν αλλά και της δυσοσμίας από τα καμένα πτώματα που είχαν μείνει άταφα, οι κάτοικοι που κατάφεραν να σωθούν επέστρεψαν αρκετές μέρες αργότερα στο χωριό. Στις 4 Σεπτεμβρίου οι άντρες του Σούμπερτ επέστρεψαν για να ολοκληρώσουν την λεηλασία των σπιτιών που είχαν ξεκινήσει δυο μέρες πριν.