26.11.13

ο mr Negroponte και το απίστευτο πείραμά του !


Τη δύναµη της θέλησης των παιδιών για µάθηση και δηµιουργία, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου ζουν και τα µέσα που έχουν στη διάθεσή τους, έδειξε µέσα από ένα εντυπωσιακό πείραµα που πραγµατοποίησε στην πιο φτωχή και αναλφάβητη γωνιά του πλανήτη o Nicholas Negroponte.

Ο ελληνικής καταγωγής ερευνητής του MIT το 2004 ίδρυσε τη ΜΚΟ «One Laptop per Child» (ένα laptop για κάθε παιδί), µε αποστολή να βοηθήσει τα παιδιά των αναπτυσσόµενων χωρών. Μάλιστα, προκειµένου να καταδείξει το γεγονός ότι η µάθηση αποτελεί τη µεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή του κόσµου, προχώρησε σε ένα πείραµα µε συναρπαστικά αποτελέσµατα.


 ΤΟ ΜΙΚΡΟΤΣΙΠ. Πριν από έναν χρόνο έψαξε και βρήκε τη χώρα µε τα µεγαλύτερα ποσοστά αναλφαβητισµού, η οποία ήταν η Αιθιοπία. Εκεί, σε δύο αποµακρυσµένα, φτωχά χωριά, έριξε δέκα κλειστά κουτιά µε δέκα φορτισµένους φορητούς υπολογιστές και δέκα ηλιακούς φορτιστές, χωρίς να έχει περιλάβει µέσα τις οδηγίες χρήσης. Tα συγκεκριµένα χωριά δεν είχαν ρεύµα, ενώ οι άνθρωποι ζούσαν σε καλύβες, δεν είχαν δει ποτέ κάτι ηλεκτρονικό και ελλείψει σχολείων, δεν γνώριζαν καν την έννοια του γραπτού λόγου.

Οι συσκευές διέθεταν ένα µικροτσίπ που κατέγραφε τον τρόπο χρήσης τους ώστε οι ερευνητές να συλλέγουν πληροφορίες, χωρίς να επεµβαίνουν ή να αλληλεπιδρούν µε τα παιδιά. Τα αποτελέσµατα ήταν εκπληκτικά. Χαρακτηριστικό παράδειγµα, ένα αγόρι που µέσα σε 4 λεπτά βρήκε το κουµπί On/Off και έθεσε ένα laptop σε λειτουργία. Ο ενθουσιασµός του για το νέο αυτό αντικείµενο που µόλις είχε ανακαλύψει το οδήγησε στο να µοιραστεί τη χαρά του µε τα άλλα παιδιά, δείχνοντάς τους το κατόρθωµά του. Ετσι, µέσα σε πέντε ηµέρες όλα τα παιδιά χρησιµοποιούσαν τις περίπου 50 εφαρµογές του Android των υπολογιστών.


ΕΚΠΛΗΞΗ.
 «Πρόκειται για ένα πείραµα τα αποτελέσµατα του οποίου ειλικρινά δεν τα περιµέναµε. Όταν το ξεκίνησα µε την οµάδα µου, το µόνο που περιµέναµε από τα παιδιά αυτά ήταν να ανοίξουν τα κουτιά µέσα στα οποία είχαµε τοποθετήσει τους υπολογιστές».

Ωστόσο, αυτό που ακολούθησε εξέπληξε ακόµα περισσότερο τον ερευνητή του MIT. ∆ύο εβδοµάδες αργότερα, τα παιδιά τραγουδούσαν και αναγνώριζαν την αγγλική αλφάβητο, και µάλιστα τη δίδαξαν και σε κάποιους µεγάλους. Μέσα σε πέντε µήνες, δε, οι πιτσιρικάδες είχαν καταφέρει να χακάρουν το λειτουργικό σύστηµα των υπολογιστών.

Κάποιος νεαρός αντιλήφθηκε την ύπαρξη κάµερας (την οποία είχαν απενεργοποιήσει από τα εργαστήρια) και µέσα από το µενού και τις εικόνες προσπαθούσε να βρει τι ήταν αυτό και σε τι χρησίµευε. Στο τέλος, «έσπασε» τις κλειδωµένες ρυθµίσεις της επιφάνειας εργασίας, έθεσε σε λειτουργία την κάµερα και έδειξε και στους άλλους πώς γίνεται.



 ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ. Σε µια προσπάθεια να εξηγήσει αυτό που συνέβη, ο Nicholas Negroponte το απέδωσε στην έµφυτη περιέργεια των παιδιών. «∆εν µπορείς να ξέρεις µέχρι πού µπορεί να φτάσει η φαντασία ενός παιδιού, αλλά σίγουρα δεν περιµέναµε αυτό το αποτέλεσµα. Το πείραµα αυτό µας απέδειξε πως τελικά τα παιδιά µπορούν να µάθουν πολλά πράγµατα µόνα τους και να διαδώσουν τις γνώσεις τους στους συνοµηλίκους τους», δηλώνει.

Πάντως, όταν οι ερευνητές του πειράµατος πήγαν να συλλέξουν τις πληροφορίες, ανακάλυψαν ότι όλα τα παιδιά είχαν ξεκλειδώσει τις ρυθµίσεις, είχαν προσαρµόσει την επιφάνεια εργασίας στα µέτρα τους και είχαν βάλει πάνω τις εκπαιδευτικές εφαρµογές που τα ενδιέφεραν περισσότερο. Είχαν βρει, µάλιστα, και τον τρόπο να φορτίζουν τις ταµπλέτες τους µε τους ηλιακούς φορτιστές.

Σύµφωνα µε τον κ. Negroponte, τα στοιχεία που προέκυψαν αποτελούν ένα ελπιδοφόρο µήνυµα για την αντιµετώπιση του αναλφαβητισµού στις αναπτυσσόµενες χώρες.



 ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ. Η ικανότητα των παιδιών αυτών να χειρίζονται τους φορητούς υπολογιστές έχει οδηγήσει σε δεύτερες σκέψεις πολλούς επιστήµονες, κυρίως για τον τρόπο µε τον οποίο λειτουργεί η εκπαίδευση στις αναπτυγµένες χώρες. «Εάν τα παιδιά στην Αιθιοπία µαθαίνουν να διαβάζουν χωρίς σχολείο, πρέπει να µας προβληµατίσει γιατί εκείνα των ανεπτυγµένων περιοχών του πλανήτη, όπως της Νέας Υόρκης, που πηγαίνουν σχολείο, δεν µαθαίνουν. Το βασικότερο πρόβληµα είναι πως οι δάσκαλοι δεν διδάσκουν στα παιδιά το κυριότερο, που είναι το πώς να µαθαίνουν».



22.11.13

"ο καλός δάσκαλος"

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που κάνουν ένα Δάσκαλο να παρωθεί τους μαθητές του, να τους εμπνέει, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονται σε αυτόν εμφανείς διαφορές με τους υπόλοιπους;

Η αυτοπεποίθηση, κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, σημαίνει πολλά! Σημαίνει εμπιστοσύνη στις επιστημονικές του γνώσεις, αλλά και αυτογνωσία ότι ο τρόπος που διδάσκει δεν υστερεί. Αυτή προκύπτει από την άριστη γνώση του αντικειμένου που διδάσκει, ενώ ο τρόπος διδασκαλίας είναι καθαρά θέμα ταλέντου και προσωπικής ικανότητας.
Οι εμπειρίες της ζωής του έξω από το σχολείο και έξω από το αντικείμενο των σπουδών του τον διευκολύνουν να δώσει άλλη προοπτική στο επίπεδο της τάξης του. Ο δάσκαλος που έχει ταξιδέψει, που εργάστηκε σε άλλες εργασίες, που συμμετείχε σε αθλήματα υψηλού επιπέδου, που βίωσε εμπειρίες διαφορετικές, εμβολιάζει το λειτούργημά του με υψηλότερες προοπτικές. Από την κατανόηση της σπουδαιότητας που έχει η συνεργασία και η ομαδική εργασία μέχρι την εμφύσηση της ευγενούς άμιλλας και πλήθος άλλων. Δάσκαλοι που δαπάνησαν σημαντικό χρόνο και κόπο σε εναλλακτικές δραστηριότητες, μπαίνουν στην τάξη με την ακλόνητη πεποίθηση ότι το σχολείο πρέπει να ταυτίζεται με την ευρύτερη εικόνα της κοινωνίας.
Η κατανόηση των κινήτρων του κάθε μαθητή  ο οποίος εκτός από το προσωπικό σύνολο ενδιαφερόντων του έχει και ένα προσωπικό σύνολο κινήτρων. Οι περισσότεροι μαθητές, μέσα σε μία τυπική τάξη, συμβιβάζουν τα κίνητρα με τα ενδιαφέροντα. Μερικοί, ευτυχώς λίγοι, εμφορούνται από κίνητρα που δεν έχουν σχέση με το σχολείο, αλλά με κύκλους εκτός σχολείου, που τους καθιστούν αδιάφορους για τα σχολικά δρώμενα. Οι μαθητές αυτοί διατρέχουν ορατό κίνδυνο ολικής αποκοπής από την σχολική ζωή και εμπλοκής σε καθαρά εξωσχολικές δραστηριότητες. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος του χαρισματικού δασκάλου, που καταφέρνει να επανεντάξει τον μαθητή, κάνοντάς τον να βρει ενδιαφέροντα εκεί που, μέχρι σήμερα, δεν έβρισκε. Ο χαρισματικός δάσκαλος έχει τον τρόπο να αλλάξει τα κίνητρα ενός τέτοιου μαθητή με άλλα, που μέχρι τώρα δεν τον ενδιέφεραν.
Η πλήρης ειλικρίνεια χαρακτηρίζει τους δασκάλους που είναι στενά συνδεδεμένοι με τους μαθητές τους, δεν φοβούνται να δείξουν τα συναισθήματά τους μέσα στην σχολική αίθουσα, ούτε έχουν ενδοιασμούς να παραδεχτούν ότι δεν είναι κινητές αποθήκες γνώσεων. Κανένας βέβαια, δεν θέλει να φαίνεται ανεπαρκής στην τάξη, αλλά είναι σαφώς καλύτερο να παραδεχτεί ότι «δεν ξέρω, αλλά μπορούμε όλοι μαζί να βρούμε την απάντηση».
Είναι τεχνολογικά επαρκής γιατί είναι άτοπο, όταν η πλειοψηφία των μαθητών έχει ήδη σημαντική ευχέρεια στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, να μην έχει ο δάσκαλος. Στην εποχή μας ο ανεπαρκής τεχνολογικά δάσκαλος είναι αναλφάβητος και δεν συμπληρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματός του, όπως επιτάσσουν οι καιροί και το συμφέρον των μαθητών του.
Η συνεχής προσπάθεια του ιδίου, διδάσκει στους μαθητές την υπευθυνότητα. Ο δάσκαλος παρακινεί τους μαθητές να πειραματίζονται, να ρισκάρουν και ας αποτυγχάνουν. Η αποτυχία και η ανάληψη ρίσκου, είναι σημαντικοί παράγοντες μάθησης. Δεν έχει σημασία η επιτυχία ή η αποτυχία όσο έχει το ίδιο το εγχείρημα. Η αποτυχία αρχικά, και η επιτυχημένη προσπάθεια έπειτα, θα μείνει αξέχαστη από τα παιδιά και θα χαρακτηρίζει την υπόλοιπη ζωή τους. Το εκκολαπτήριο της υπευθυνότητας και της επιτυχίας, είναι πολλές φορές οι συνεχείς αποτυχίες.
Η εστίαση σε σημαντικά θέματα, η καθημερινή αποδοτική και αποτελεσματική εργασία και η επαναλαμβανόμενη στοχοθεσία δίνει ζωή στη σχολική καθημερινότητα, ανατροφοδοτεί τη μάθηση και δίνει ζωντάνια στη σχολική τάξη. Συνδέοντας τη μάθηση με τα ενδιαφέροντα των μαθητών και τις ανάγκες τους επιτυγχάνει τον καλύτερο τρόπο μάθησης. Η «ουσία του πράγματος» για μία εξασφαλισμένη μάθηση είναι η εστίαση σε σημαντικά, για τους μαθητές, πράγματα.
Δεν ανησυχεί για το τι λένε οι ανώτεροί του, αλλά κάνει τη δουλειά του, βελτιώνεται μόνος τους διορθώνοντας τα λάθη του, με τρόπο που δεν γίνεται αντιληπτός από τα παιδιά ώστε να χαθεί ο ενθουσιασμός τους. Η μάθηση δεν είναι μία δραστηριότητα εμποτισμένη με «υπερβολικό νοικοκύρεμα». Η τήρηση άκαμπτων κανόνων σκοτώνει τη φυσική περιέργεια, το πάθος και τον αυθορμητισμό που χαρακτηρίζει τα παιδιά. Εάν καθημερινά ανησυχούμε για το τι θα πει ο «από πάνω μας» αποστραγγίζουμε την εργασία μας και περιορίζουμε την απόδοσή μας όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε επάγγελμα.

Δημιουργεί παιγνιώδη διάθεση γνωρίζοντας τη σημασία του παιχνιδιού στη ψυχοπνευματική ανάπτυξη του παιδιού. Το παιχνίδι είναι το καλύτερο εργαλείο μάθησης, η πιο «σοβαρή» στιγμή για ένα παιδί! Συνεπώς μία παιγνιώδης νότα στη σχολική αίθουσα, στη διδασκαλία και στη σχολική καθημερινότητα συμβάλλει τα μέγιστα στην προσοχή, στην αποδοχή και στην αποδοτική μάθηση. Παιδί, παιχνίδι, παιδεία είναι λέξεις ομόρριζες που συνεπάγονται η μία την άλλη

17.11.13

Σχολείο και οικονομική κρίση*


Ιδέες για γονείς και εκπαιδευτικούς

            Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από φαινόμενα έντονης αμφισβήτησης αξιών και θεσμών που επιδεινώθηκε από την κοινωνική, οικονομική και συναισθηματική κατάσταση που βιώνει σήμερα η πλειονότητα των Ελλήνων. Το αίσθημα της ανισότητας, της ατιμωρησίας, της αδικίας επηρεάζει την καθημερινότητα των πολιτών και μάλιστα το σχολείο, τον καθηγητή και τον μαθητή.
            Η μείωση των δαπανών για την Παιδεία είναι πρωτόγνωρη με μείωση του ρυθμού ανέγερσης σχολικών κτιρίων, συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων και τμημάτων (άρα περισσότεροι μαθητές ανά τμήμα), εκμηδένιση των προσλήψεων νέων Εκπαιδευτικών, μεταβολή των εργασιακών σχέσεων των Εκπαιδευτικών [αύξηση ωραρίου, περισσότεροι καθηγητές τοποθετημένοι σε δύο έως και πέντε σχολεία (!), περισσότεροι με ελαστικές σχέσεις εργασίας (ωρομίσθιοι), αναγκαστικές αποσπάσεις σε άλλες περιφέρειες, μείωση των μισθών και βέβαια κανένας λόγος δεν γίνεται για κοινωνικούς ψυχολόγους ή γιατρούς σχολικής μονάδας].
            Από την άλλη, σύμφωνα με στοιχεία της ΟΛΜΕ, το φαινόμενο της εκδήλωσης επιθετικής συμπεριφοράς των μαθητών, της αύξησης του άγχους, και της μείωσης της σχολικής επίδοσης αυξάνεται με φρενήρεις ρυθμούς ως αποτέλεσμα της δεινής οικονομικής κρίσης που έχει εισβάλει σε όλα τα σπίτια των μέσων οικονομικά και πολιτισμικά οικογενειών, τα οποία αποτελούν εξάλλου και τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη  δημόσια εκπαίδευση.
            Η οικονομική δυσπραγία των γονέων, η αύξηση της ανεργίας και η ευρύτερη κοινωνική αποδιοργάνωση αντικατοπτρίζονται φανερά πλέον στην καθημερινότητα του σχολείου. Οι μαθητές δεν έχουν την δυνατότητα να αγοράσουν τα απαραίτητα για την παρακολούθηση του σχολείου, ενώ έντονη είναι και η αδιαφορία απέναντι στη σχολική τάξη και τις απαιτήσεις της. Οι γονείς, έχοντας πολύ πιο άμεσα προβλήματα επιβίωσης να αντιμετωπίσουν, παραμελούν τη σχολική επίβλεψη των παιδιών τους.
            Η σχολική διαρροή αποτελεί μια επίσης νέα πραγματικότητα, καθώς πολλά παιδιά δε μπορούν να πηγαίνουν στο σχολείο, την στιγμή που στην οικογένειά τους δεν υπάρχουν τα αναγκαία πλέον της σίτισης και ένδυσης τους. Μετά μάλιστα και την κατάργηση ειδικοτήτων στα Δημόσια ΙΕΚ και ΕΠΑΛ η πλειοψηφία των μαθητών αυτών διακόπτει την εκπαίδευση γιατί δε μπορεί να πληρώσει τα αντίστοιχα ιδιωτικά ιδρύματα.

 
            Επειδή όμως, τα παιδιά έχουν την ανάγκη να πιστεύουν πως ο κόσμος γύρω τους διαθέτει μια στοιχειώδη δομή, σταθερότητα και λογική, πρέπει να μεγαλώνουν συναισθηματικά ασφαλή και με αυτοπεποίθηση, να μπορούν να ονειρεύονται και να ελπίζουν, είναι απαραίτητο εμείς οι γονείς να τα προστατέψουμε από τη βία και τον παραλογισμό της μάζας:
·   Ας μην παρασυρόμαστε από σενάρια φόβου και πανικού (τηλεοπτικές ειδήσεις) που δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο ενισχύουν το αίσθημα της αβεβαιότητας και καταλήγουν σε λανθασμένες και βιαστικές αποφάσεις.
·   Ας κάνουμε μια επανεκτίμηση των προτεραιοτήτων μας, προσπαθώντας να εξοικονομήσουμε πόρους για τα απαραίτητα.
·   Ας προτείνουμε στα παιδιά και ας τα παραδειγματίσουμε με εναλλακτικές μορφές διασκέδασης, όπως οι συγκεντρώσεις φίλων σε σπίτια, ακόμη και εναλλακτικές μορφές διακοπών (εξοχικά σπίτια φίλων, κάμπινγκ), που μπορεί να αποδειχθούν ακόμη πιο ευχάριστες από τις πολυδάπανες μορφές που έχουμε συνηθίσει.
·   Ας οριοθετήσουμε τις ανάγκες μας που κάποιες είναι πλασματικές και αποσκοπούν μόνο στην επίδειξη και την περιττή πολυτέλεια.
·   Ας εντάξουμε τα παιδιά σε υποσυστήματα όπως είναι ο οι ομάδες ζωγραφικής, οι αθλητικές ομάδες, το κατηχητικό γιατί «η ευτυχία είναι το μόνο πράγμα που διπλασιάζεται όταν το μοιράζεσαι» (Albert Schweitzer)  

           
            Το σχολείο από την άλλη πλευρά μπορεί να διαδραματίσει έναν ουσιαστικότατο ρόλο μεταβάλλοντας το περιεχόμενο του προγράμματός του  μέσα στα πλαίσια πάντα των δυνατοτήτων που προσφέρει το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Μπορεί, εμείς οι καθηγητές, μέσα στον καθημερινό σάλο, να επικεντρωνόμαστε στο γνωστικό αντικείμενο που μας κυνηγά με την «ύλη» και να μην έχουμε αντιληφθεί τη σημασία του να λειτουργήσει το σχολείο ως χώρος συμπαράστασης, ψυχολογικής υποστήριξης και, παράλληλα με τον παιδαγωγικο-διδακτικό μας ρόλο, να προσφέρουμε ισορροπία, γαλήνη και αυτοπεποίθηση στους μαθητές. Οι λύσεις που προτείνονται αφορούν τέσσερα στάδια που στηρίζονται στην αισιοδοξία στην ενθάρρυνση και στην ενίσχυση.
·   Το πρώτο βήμα, είναι η διαμόρφωση μιας διαφοροποιημένης στάσης προς τους μαθητές. Η νέα στάση αφορά περισσότερο την εμπιστοσύνη του δασκάλου προς τους μαθητές του, την εκτίμηση, τη συμπαράσταση, την παροχή συναισθηματικής βοήθειας, την έμφαση στην ενίσχυση και επαύξηση των δυνατοτήτων τους παρά στην αναπλήρωση των ελλειμμάτων τους. Πρέπει να ακούσουμε τα παιδιά μας και παράλληλα να φροντίσουμε να αναπτύξουν δεξιότητες και την κριτική ικανότητα, ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες και τις ανάγκες της ζωής. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό να ασχοληθούμε ουσιαστικά με συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φόβος, το άγχος και η θλίψη. Να τους προτείνουμε πώς να διαχειρίζονται το χρόνο για να κρίνουν αν αυτό που τους έρχεται να πουν ή να κάνουν εκείνη τη στιγμή είναι πραγματικά το καλύτερο που μπορούν να κάνουν. Μέσα από καλά σχεδιασμένες δράσεις διαχείρισης συναισθημάτων και ανάπτυξης συναισθηματικής νοημοσύνης, θα πρέπει να κατανοήσουν τα παιδιά ότι κάθε συναίσθημα έχει έναν σκοπό και η έκφρασή τους μέσα στην τάξη μπορεί να βελτιώσει τη συναισθηματική ατμόσφαιρα και να βοηθήσει στην εκτόνωση συγκρούσεων.
·   Το δεύτερο βήμα αφορά στην εστίαση των εκπαιδευτικών στα πραγματικά αυθεντικά προβλήματα που έχουν νόημα για τους μαθητές και στην δημιουργία εννοιών και συνδέσεών τους με πραγματικές καταστάσεις της ζωής τους ώστε να γίνει το μάθημα και ευχάριστο και ενδιαφέρον.
·   Το τρίτο βήμα αναφέρεται στην εφαρμογή νέων στρατηγικών διδασκαλίας, που εστιάζουν στην ενθάρρυνση των μαθητών, στην παροχή υποστήριξης τους και στην αναγνώριση του διαλόγου ώστε να δημιουργηθεί κλίμα αποδοχής, έλξης και συνεργασίας (συμμετοχή μαθητών, project, βιωματικές δράσεις, μαθαίνω παίζοντας, σημασία στην απόκτηση αυτοεικόνας και αυτοπεποίθησης).
·   Τέταρτο βήμα αποτελεί η άμεση σχέση σχολείου σπιτιού. Οι εκπαιδευτικοί με τους γονείς πρέπει να βρίσκονται κοντά, να αλληλεπιδρούν και με κοινή στόχευση να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που παρουσιάζονται στους μαθητές. Η επικοινωνία σχολείου σπιτιού σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες βοηθά τους μαθητές να νιώθουν πιο ευχάριστα στο σχολείο, να αποδίδουν περισσότερο στα μαθήματα και να βλέπουν με καλύτερο μάτι τους δασκάλους τους.


Ζαχαρίου Δημήτρης, φιλόλογος


http://www.olme.gr/
περιοδ.  «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣH»

16.11.13

εκπαίδευση ενηλίκων στην Ελλάδα

           Τα στατιστικά αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι η συμμετοχή των Ελλήνων στην εκπαίδευση ενηλίκων είναι η χαμηλότερη σε όλη την Ευρώπη. Οι αιτίες αυτού του φαινομένου εντοπίζονται κυρίως στο ότι δεν υπάρχουν ακόμα σταθερές δομές και καταξιωμένοι φορείς που να προσφέρουν εκπαίδευση ενηλίκων τη στιγμή που η διάθεση συμμετοχής ενηλίκων σε προγράμματα εκπαίδευσης αποτελεί ένα σύνθετο και πολύπλοκο φαινόμενο. Ακόμα, στην Ελλάδα η εκπαίδευση ενηλίκων δεν συνδέθηκε με λαϊκά κινήματα, όπως είχε συμβεί με μεγάλη ένταση σε πολλές δυτικές κοινωνίες. Εξαιτίας, επίσης, της μεγάλης έκτασης που προσέλαβε ξαφνικά στα τέλη του 20ου αιώνα, χωρίς να προϋπάρχει στρατηγική, τεχνογνωσία και εκπαίδευση στελεχών, χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, αμφιλεγόμενη ποιότητα και μικρή αποτελεσματικότητα. Ο μη τυπικός τομέας εκπαίδευσης ενηλίκων δεν προσφέρει μέχρι σήμερα αναγνωρισμένα πιστοποιητικά, οπότε δεν υπάρχει κίνητρο για συμμετοχή σε αντίστοιχα προγράμματα. Η  προσδοκία επαγγελματικής εξασφάλισης και όχι η αντιμετώπιση της γνώσης ως στόχου ζωής, οδήγησαν τους νεοέλληνες στη ζήτηση μόνο για τριτοβάθμια εκπαίδευση που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν εισιτήριο για επαγγελματική αποκατάσταση κυρίως στο δημόσιο τομέα όπου η απουσία αξιολόγησης, δεν απαιτεί προσπάθειες επιμόρφωσης.

           
            Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει θετικά βήματα προς την κατεύθυνση της εκπαίδευσης ενηλίκων. Ήδη από το 1981, με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεκίνησαν προσπάθειες για ανάπτυξή της με χρηματοδότηση που βελτίωσε την υπάρχουσα υποδομή, εκπονήθηκαν ειδικά προγράμματα και εκπαιδεύτηκαν στελέχη. Ιδρύθηκε το Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης, αναπτύχθηκαν αξιόλογες εκπαιδευτικές δραστηριότητες από τη Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων, το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης, από δημόσιους οργανισμούς, Τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και από Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης. Επίσης διαμορφώθηκε σχέδιο δράσης για τη σύνδεση της επαγγελματικής κατάρτισης με την απασχόληση, άρχισαν σπουδές εκπαίδευσης ενηλίκων στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο και σε άλλα ιδρύματα της χώρας, ενώ παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των διδακτικών εγχειριδίων και της έρευνας στο αντικείμενο.

 
           
            Για να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής των ενηλίκων τα προσεχή έτη μπορούν και πρέπει να γίνουν αρκετά βήματα. Αρχικά, θα πρέπει να κατοχυρωθούν με πιστοποιήσεις, από τον επίσημο φορέα που υπάρχει (Ε.ΚΕ.ΠΙΣ.), όλα τα προγράμματα των φορέων επιμόρφωσης που λειτουργούν για να υπάρχει ένα ισχυρό κίνητρο παρακολούθησης. Πρέπει να δοθούν κίνητρα θετικής αξιολόγησης σε όσους συμμετέχουν σε επιμορφώσεις αλλά και να γίνει ταυτόχρονα προσπάθεια αναβάθμισης των υπηρεσιών που ήδη προσφέρονται. Ακόμα θα πρέπει να ενταχθεί στην εκπαίδευση και στην κουλτούρα των Ελλήνων η εκπαίδευση ενηλίκων ως ευκαιρία για ευχάριστη διαδικασία ελεύθερου χρόνου, προσωπικής ανάπτυξης και κοινωνικής συμμετοχής. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η ενίσχυση προγραμμάτων που στοχεύουν στην κοινωνικο – πολιτιστική ανάπτυξη, στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου, την δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους και την συμμετοχή του στην δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Επίσης η ανάπτυξη προγραμμάτων σε τοπικό επίπεδο, που θα παρακολουθεί τις ιδιαίτερες ανάγκες της τοπικής κοινωνίας και θα συνεχίζεται και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος με στόχο την παραγωγή πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων.


εκπαίδευση ενηλίκων

          
            Στη διαδικασία της δια βίου εκπαίδευσης οι «ενήλικοι μαθητές» διαφοροποιούνται από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό των παιδιών λόγω κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που μπορεί να λειτουργήσουν θετικά αλλά και αρνητικά ως προς τη μαθησιακή διαδικασία.
            Αρχικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα ότι η ηλικιακή διαφορά είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Ο ενήλικας παρακολουθεί κάποια επιμόρφωση ή συμπληρώνει ελλιπή προηγούμενη φοίτηση, οικειοθελώς και όχι γιατί τον υποχρεώνουν οι γονείς. Έχει συνειδητοποιήσει την αξία της και επιδιώκει να αποκτήσει εφόδια που του είναι απαραίτητα στην επαγγελματική εξέλιξη και αυτό αποτελεί κίνητρο για μάθηση εντονότερο σε σχέση με τα κίνητρα των νέων παιδιών.  Συνεπώς θα είναι διαφορετική η συμπεριφορά του απέναντι στον επιμορφωτή, θα αντιμετωπίσει τη διδακτέα ύλη με διαφορετικό ενδιαφέρον και θα επιδιώξει να αποκομίσει από τη διαδικασία της μόρφωσης, όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη.
            Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ενήλικα εκπαιδευόμενου είναι η πνευματική ωριμότητα και η τάση για αυτοκαθορισμό, από την οποία πηγάζει η ανάγκη για ενεργητική συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα της μαθησιακής δραστηριότητας. Οι εμπειρίες της ζωής, η ολοκλήρωση της διαδικασίας ενηλικίωσης, οι επαγγελματικές εμπειρίες που ήδη αποκτήθηκαν καθιστούν τον ενήλικα συνειδητοποιημένο «μαθητή», αυτοδύναμο, με διάθεση να συμβάλει ενεργητικά σε όσα τον αφορούν, που δύναται να αντιμετωπίσει τη διδακτέα ύλη με περίσκεψη και ωριμότητα κάτι που λείπει από τον παιδικό πληθυσμό. Πολλές από αυτές τις εμπειρίες, γνώσεις και στάσεις είναι σχετικές με το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού προγράμματος και συνεπώς μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή για μάθηση καθώς και αξιοποίηση και εμπλουτισμό του εκπαιδευτικού υλικού και της μεθοδολογίας του εκπαιδευτικού οργανισμού που υλοποιεί το πρόγραμμα.
            Επίσης, ο κάθε ενήλικας, λόγω της προηγούμενης εκπαιδευτικής του εμπειρίας, έχει αποκρυσταλλώσει τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει και πολύ δύσκολα
απομακρύνεται από αυτόν. Γνωρίζει τις ικανότητες και τις αδυναμίες του, έχει «μάθει πώς να μαθαίνει» και συνέπεια αυτών των χαρακτηριστικών είναι ότι οι διεργασίες μέσα από τις οποίες μαθαίνει έχουν διαφορετική ένταση και χροιά από εκείνες που αφορούν τα παιδιά και τους εφήβους.
            Στον αντίποδα, μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στη μαθησιακή εμπειρία το γεγονός ότι οι εκπαιδευόμενοι ενήλικες προσέρχονται στα προγράμματα εκπαίδευσης με συγκεκριμένες προσδοκίες, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με στάσεις και αντιλήψεις που έχουν διαμορφώσει απέναντι στην εκπαίδευση, στάσεις που μπορεί να έχουν διαμορφωθεί και από το σχολικό σύστημα. Επίσης, αν το πρόγραμμα επιμόρφωσης σχετίζεται με το αντικείμενο στο οποίο εργάζεται κάποιος είναι λογικό να προσέρχεται προκατειλημμένος, θεωρώντας ότι ο συγκεκριμένος χρόνος είναι χαμένος χρόνος.
            Άλλο εμπόδιο είναι οι υπάρχουσες γνώσεις, εμπειρίες και στάσεις των εκπαιδευόμενων, στις οποίες εκείνοι προσκολλώνται με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται ή να αρνούνται να προσεγγίσουν το καινούριο μαθησιακό αντικείμενο. Κάποια εμπόδια απορρέουν και από ψυχολογικούς παράγοντες (προσωπικότητα, άγχος κ.λ.π.) και οδηγούν τους εκπαιδευόμενους να αναπτύξουν μηχανισμούς παραίτησης και άμυνας απέναντι στην νέα γνώση ή μέθοδο προκειμένου να διατηρήσουν την εσωτερική τους τάξη πραγμάτων.
             Για όλους τους παραπάνω λόγους, γίνεται φανερό, πως οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι έχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν πλήρως από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό των παιδιών.