27.8.13

Η κουλτούρα της εκπαιδευτικής μονάδας στην Ελλάδα

α) χαρακτηριστικά:
            Η ελληνική εκπαιδευτική μονάδα, στα πλαίσια του συγκεντρωτικού εκπαιδευτικού συστήματος που ισχύει, περιορίζεται συνήθως σε ρόλο εφαρμοστή-εκτελεστή της κεντρικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Ως συνέπεια αυτού τα χαρακτηριστικά της κουλτούρας αυτής της εκπαιδευτικής μονάδας είναι αρνητικά.     Αρχικά μπορούμε να διακρίνουμε τον ατομικό χαρακτήρα της διδασκαλίας και την απομόνωση του εκπαιδευτικού στην αίθουσα του, δηλαδή την έλλειψη συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης.
            Η ανάγκη «να προλάβουμε την ύλη» -ειδικά για το Λύκειο- οδηγεί σε «τυπική διεκπεραίωση» της ύλης και μη ενασχόληση με την παραγωγή διδακτικού υλικού. Ακόμα, η απουσία ανάληψης ευθυνών -λόγω κυρίως της μη εφαρμογής αξιολόγησης έργου- και η μετάθεση ευθυνών προς τα πάνω εμποδίζουν την βελτίωση της ποιότητας της Εκπαίδευσης.
            Άλλο ένα χαρακτηριστικό της κουλτούρας της εκπαιδευτικής μονάδας αποτελεί ο κλειστός χαρακτήρας του σχολείου και η απουσία σχέσεων με τους γονείς και την ευρύτερη κοινωνία. Αυτό έχει αρνητικά αποτελέσματα και στην πρόοδο των μαθητών αλλά και στην επαγγελματική τους εξέλιξη μια που αγνοούνται οι ανάγκες της τοπικής κοινωνίας και οι ευκαιρίες που μπορεί να υπάρχουν για τους μελλοντικούς εργαζόμενους.
            Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ως χαρακτηριστικό η συγκέντρωση εξουσίας στον διευθυντή και ο περιορισμένος ρόλος του συλλόγου διδασκόντων που έχει σαν αποτέλεσμα την αποσπασματικότητα και την αναποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση προβλημάτων λόγω απουσίας συνολικής προσέγγισής τους.

β)  παράγοντες:
            Οι παράγοντες που διαμορφώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά της εκπαιδευτικής κουλτούρας είναι ποικίλοι και έχουν ως βάση τον συγκεντρωτικό τρόπο λήψης αποφάσεων.
            Είναι γεγονός ότι οδηγίες και προτάσεις για ανάληψη πρωτοβουλιών, για εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων εκπαίδευσης, για την υλοποίηση νέων δραστηριοτήτων καταφθάνουν από την κεντρική διοίκηση στον διευθυντή της εκπαιδευτικής μονάδας κατά δεκάδες, ο βαθμός όμως που η εκπαιδευτική μονάδα έχει την δυνατότητα παρέμβασης στον τρόπο εφαρμογής της κεντρικά σχεδιασμένης εκπαιδευτική πολιτικής, ιδιαίτερα σε θέματα καινοτομιών, είναι πολύ περιορισμένος. Οι προτεινόμενες αλλαγές και οι καινοτομίες στην εκπαίδευση δεν μπορούν να προχωρήσουν, ανεξάρτητα από το εάν επιβάλλονται νομοθετικά, εάν αυτές δεν έχουν γίνει κατανοητές σε επίπεδο εκπαιδευτικής μονάδας και αυτό οφείλεται στη μη συμμετοχή των εκπαιδευτικών αλλά και της εκπαιδευτικής μονάδας στην σύλληψη, τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό μιας καινοτομίας.
            Επίσης, οι αποφάσεις για καινοτομίες και πρωτοβουλίες που λαμβάνονται κεντρικά από μια συγκεκριμένη εκπαιδευτική διοίκηση και προωθούνται για γενικευμένη εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο, πολλές φορές δεν είναι αποτελεσματικές διότι οι εκπαιδευτικοί δεν είναι απλές μηχανές φωτοτυπικής αναπαραγωγής των αποφάσεων της κεντρικής διοίκησης. Συνεργάζονται με συγκεκριμένους ανθρώπους, (διευθυντή, συναδέλφους, μαθητές, γονείς), σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, (εκπαιδευτικές μονάδες), τα οποία αντανακλούν τις κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες της μικροκοινωνίας στην οποία βρίσκονται.
            Υπάρχει, επίσης, η αντίληψη ότι η εκπαιδευτική μονάδα που εφαρμόζει πιστά ό,τι προτείνεται από την κεντρική διοίκηση δεν έχει ευθύνη σε ενδεχόμενη αποτυχία των αλλαγών για τις οποίες ούτε αποφάσισε, ούτε και είναι σίγουρο ότι θα τις χρειαζόταν. Κατά συνέπεια ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην εξεταστεί δημιουργικά και κριτικά ο ρόλος της εκπαιδευτικής μονάδας και να μην αξιοποιηθεί η εμπειρία της.
            Ας μη ξεχνάμε και το Αναλυτικό Πρόγραμμα που επιβάλλεται από τη διοίκηση της Εκπαίδευσης το οποίο αποφασίζει την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής και παρεμποδίζει έτσι την ανάπτυξης καινοτόμου επαγγελματικής κουλτούρας ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς για ανάπτυξη νέων παιδαγωγικών προσεγγίσεων και διδακτικών μεθόδων. Έτσι κάθε εναλλακτική διδακτική προσέγγιση γίνεται με προσωπική ευθύνη των εκπαιδευτικών, συνήθως έξω από την επίσημη διδακτική και παραμένει περιθωριακή και αναξιοποίητη αφού δεν μπορεί να ενταχθεί στην επίσημη διδακτική.

γ)  προϋποθέσεις για αλλαγή
            Για να αλλάξουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά της κουλτούρας της εκπαιδευτικής μονάδας είναι απαραίτητες γενναίες πολιτικές αποφάσεις. Η τεχνογνωσία υπάρχει και δε χρειάζεται να την ανακαλύψουμε!
            Πρώτα, και πάνω απ’ όλα, πρέπει η εκπαιδευτική μονάδα να αποτελεί κύτταρο της τοπικής κοινωνίας στην οποί ανήκει. Αυτό θα γίνει με την ανάπτυξη συνεργασίας του σχολείου με τους γονείς και τους τοπικούς φορείς και με την εφαρμογή εκπαιδευτικής πολιτικής που απαντά στις τοπικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες.
            Επίσης είναι απαραίτητη η ενίσχυση της επιστημονικής και επαγγελματικής κατάρτισης του προσωπικού της Εκπαίδευσης ώστε και οι εκπαιδευτικοί να αξιοποιούν την επαγγελματική τους εμπειρία και να αναπτύσσονται εκείνες οι διαδικασίες που οδηγούν στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών και καινοτομιών. Αλλά και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί καλούνται να εγκαταλείψουν την μοναξιά της τάξης τους και να ανοίξουν την πόρτα της συνεργασίας και της επικοινωνίας με τους συναδέλφους τους. Χρειάζεται να εκτιμήσουν και να αξιοποιήσουν την εμπειρία τους, να ασχοληθούν με νέα ζητήματα που ξεφεύγουν από τα στενά όρια της σχολικής αίθουσας και να μην φοβούνται να αναλάβουν ευθύνες και να υλοποιήσουν καινοτόμες πρωτοβουλίες.
            Ακόμα το Αναλυτικό Πρόγραμμα, πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα να προσαρμόζονται τα μαθήματα και η ύλη ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που εμφανίζονται στην εκπαιδευτική μονάδα, στα πλαίσια βέβαια των γενικών αρχών και οδηγιών που τίθενται από το Υπουργείο Παιδείας.
            Στα διοικητικά θέματα  είναι απαραίτητη η εκχώρηση αρμοδιοτήτων για λήψη αποφάσεων στην εκπαιδευτική μονάδα, η πολιτική και τεχνική στήριξη της εκπαιδευτικής μονάδας στο νέο της ρόλο, η προώθηση ευέλικτων σχημάτων λειτουργίας επιτροπών για την λήψη αποφάσεων και η αλλαγή της ιεραρχικής γραφειοκρατικής δομής της σημερινής διοίκησης της εκπαιδευτικής μονάδας και της εκπαίδευσης γενικότερα ώστε να μπορεί να αποδέχεται αποφάσεις που λαμβάνονται αποκεντρωμένα.  Τέλος, η διδασκαλία πρέπει να «απελευθερωθεί» με το να παρέχει την δυνατότητα στον καθηγητή να παίρνει αποφάσεις σχετικά με τα μέσα και τις μεθόδους διδασκαλίας και μάθησης ώστε η διδασκαλία να είναι αποτελεσματικότερη και προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες της εκπαιδευτικής μονάδας.

Ζαχαρίου Δημήτρης
27/8/2013
Μεταπτυχιακή Επιμόρφωση Ε.Κ.Π.Α.
«οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης»


Εκπαίδευση ενηλίκων: ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό των παιδιών. 


           Στη διαδικασία της δια βίου εκπαίδευσης οι «ενήλικοι μαθητές» διαφοροποιούνται από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό των παιδιών λόγω κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που μπορεί να λειτουργήσουν θετικά αλλά και αρνητικά ως προς τη μαθησιακή διαδικασία.
            Αρχικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα ότι, η ηλικιακή διαφορά είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Ο ενήλικας παρακολουθεί κάποια επιμόρφωση ή συμπληρώνει ελλιπή προηγούμενη φοίτηση, οικειοθελώς και όχι γιατί τον υποχρεώνουν οι γονείς. Έχει συνειδητοποιήσει την αξία της και επιδιώκει να αποκτήσει εφόδια που του είναι απαραίτητα στην επαγγελματική εξέλιξη και αυτό αποτελεί κίνητρο για μάθηση εντονότερο σε σχέση με τα κίνητρα των νέων παιδιών.  Συνεπώς θα είναι διαφορετική η συμπεριφορά του απέναντι στον επιμορφωτή, θα αντιμετωπίσει τη διδακτέα ύλη με διαφορετικό ενδιαφέρον και θα επιδιώξει να αποκομίσει από τη διαδικασία της μόρφωσης, όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη.
            Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ενήλικα εκπαιδευόμενου είναι η πνευματική ωριμότητα και η τάση για αυτοκαθορισμό, από την οποία πηγάζει η ανάγκη για ενεργητική συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα της μαθησιακής δραστηριότητας. Οι εμπειρίες της ζωής, η ολοκλήρωση της διαδικασίας ενηλικίωσης, οι επαγγελματικές εμπειρίες που ήδη αποκτήθηκαν καθιστούν τον ενήλικα συνειδητοποιημένο «μαθητή», αυτοδύναμο, με διάθεση να συμβάλει ενεργητικά σε όσα τον αφορούν, που δύναται να αντιμετωπίσει τη διδακτέα ύλη με περίσκεψη και ωριμότητα κάτι που λείπει από τον παιδικό πληθυσμό. Πολλές από αυτές τις εμπειρίες, γνώσεις και στάσεις είναι σχετικές με το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού προγράμματος και συνεπώς μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή για μάθηση καθώς και αξιοποίηση και εμπλουτισμό του εκπαιδευτικού υλικού και της μεθοδολογίας του εκπαιδευτικού οργανισμού που υλοποιεί το πρόγραμμα.
      Επίσης, ο κάθε ενήλικας, λόγω της προηγούμενης εκπαιδευτικής του εμπειρίας, έχει αποκρυσταλλώσει τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει και πολύ δύσκολα
απομακρύνεται από αυτόν. Γνωρίζει τις ικανότητες και τις αδυναμίες του, έχει «μάθει πώς να μαθαίνει» και συνέπεια αυτών των χαρακτηριστικών είναι ότι οι διεργασίες μέσα από τις οποίες μαθαίνει έχουν διαφορετική ένταση και χροιά από εκείνες που αφορούν τα παιδιά και τους εφήβους.
            Στον αντίποδα, μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στη μαθησιακή εμπειρία το γεγονός ότι οι εκπαιδευόμενοι ενήλικες προσέρχονται στα προγράμματα εκπαίδευσης με συγκεκριμένες προσδοκίες, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με στάσεις και αντιλήψεις που έχουν διαμορφώσει απέναντι στην εκπαίδευση, στάσεις που μπορεί να έχουν διαμορφωθεί και από το σχολικό σύστημα. Επίσης, αν το πρόγραμμα επιμόρφωσης σχετίζεται με το αντικείμενο στο οποίο εργάζεται κάποιος είναι λογικό να προσέρχεται προκατειλημμένος, θεωρώντας ότι ο συγκεκριμένος χρόνος είναι χαμένος χρόνος.
            Άλλο εμπόδιο είναι οι υπάρχουσες γνώσεις, εμπειρίες και στάσεις των εκπαιδευόμενων, στις οποίες εκείνοι προσκολλώνται με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται ή να αρνούνται να προσεγγίσουν το καινούριο μαθησιακό αντικείμενο. Κάποια εμπόδια απορρέουν και από ψυχολογικούς παράγοντες (προσωπικότητα, άγχος κ.λ.π.) και οδηγούν τους εκπαιδευόμενους να αναπτύξουν μηχανισμούς παραίτησης και άμυνας απέναντι στην νέα γνώση ή μέθοδο προκειμένου να διατηρήσουν την εσωτερική τους τάξη πραγμάτων.
             Για όλους τους παραπάνω λόγους, γίνεται φανερό, πως οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι έχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν πλήρως από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό των παιδιών.

 Ζαχαρίου Δημήτρης 27/8/2013

Η ρήξη καπιταλισμού – δημοκρατίας και η Ευρώπη



            H κρίση στην οποία έχουν βυθιστεί οι δυτικές χώρες έχει τις ρίζες της στη διατάραξη της σχέσης καπιταλισμού και δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον Β΄Π.Π. Η σχέση αυτή περιελάμβανε αφενός την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, με δικλείδα ασφαλείας τον πολιτικό έλεγχο των κινήσεων των κεφαλαίων, και αφετέρου την επιχείρηση ως σύνθετη κοινωνική οντότητα που επιδιώκει πέρα από το κέρδος και μια σειρά κοινωνικούς στόχους.
            Σήμερα η ρήξη με τη «χρυσή εποχή» υλοποιείται με την απελευθέρωση των κινήσεων του κεφαλαίου, η οποία επιτρέπει να εξαπολυθεί μια αληθινή καπιταλιστική αντεπίθεση. Ξεκινώντας τη δεκαετία του 1980 από τους ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, προκάλεσε ριζική μεταβολή στους συσχετισμούς δυνάμεων καπιταλισμού - δημοκρατίας με εντυπωσιακή επέκταση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Το κυνήγι της μεγιστοποίησης του κέρδους, η δυνατότητα να εκβιάζουν τους εργαζόμενους με την απειλή της μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων και η ικανότητα να υπονομεύουν τις κυβερνήσεις που εφαρμόζουν ανεπιθύμητες οικονομικές πολιτικές αποδίδουν στη μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση και στο κεφάλαιο μια δύναμη απολύτως δυσανάλογη σε σχέση με τους άλλους παράγοντες της παραγωγής και κυρίως με την εργασία.
            Η ανισότητα αυτή επέφερε μοιραία, πτώση της ζήτησης και επομένως ιδιωτική οικονομική κρίση που «έπρεπε» να αντιμετωπιστεί με γενικευμένη προσφυγή στον δανεισμό που προωθούσαν οι ιδιωτικές τράπεζες και ενθάρρυναν οι οικονομικές πολιτικές των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Η υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ανανεωνόταν συστηματικά, καθιστώντας έτσι τον νέο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό ένα σύστημα στο οποίο τα χρέη ποτέ δεν εξοφλούνται.
            Το «επάρατο» κράτος, ξαφνικά θεωρήθηκε σωτήρας της αγοράς μετατρέποντας το ιδιωτικό χρέος σε δημόσιο, αποτρέποντας έτσι την οικονομική κατάρρευση των τραπεζών και των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Αλλά η απορρόφηση του ιδιωτικού χρέους από το δημόσιο, επιδείνωσε δραματικά τα δημόσια οικονομικά ιδιαίτερα των ασθενέστερων χωρών, φορτώνοντας το κόστος της κρίσης στους φορολογούμενους και τους εργαζόμενους.
            Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο στην Ευρώπη, επειδή οι κυβερνήσεις, εν μέσω της κρίσης, αποφάσισαν να δώσουν προτεραιότητα στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών αντί να κατευθυνθούν σε οικονομικές πολιτικές για την ενίσχυση της ζήτησης και της απασχόλησης. Έτσι παρατηρούμε επιβράδυνση της ανάπτυξης, διεύρυνση της απόστασης πλούσιων - φτωχών και έντονη οικονομική αβεβαιότητα, που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος.
           
            Επομένως απαιτείται αναστροφή της οικονομικής πολιτικής, με σκοπό να περιοριστεί η δύναμη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και να αποδοθούν στο κράτος και στη δημοκρατία οι μοχλοί χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Αυτό θα επιτευχθεί με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αλλά όχι εκείνη των κεφαλαίων.
            Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τα μέσα και τη δύναμη να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική, αρκεί οι ηγέτες της να αποφασίσουν τίνος τα συμφέροντα εξυπηρετούν!


Ζαχαρίου Δημήτρης 27/8/2013


Η τηλεόραση ως ζηλωτική θεότητα

            Η τηλεόραση καθιερώθηκε να βομβαρδίζει ατέλειωτες ώρες και μερόνυχτα τον κοινωνικό μαζικό άνθρωπο με ό,τι χειρότερο συμβαίνει στον κόσμο· και μόνο παρενθετικά, σχεδόν κατ' εξαίρεση, μπορεί να παρουσιαστεί κάτι διαφορετικό ή ποιοτικό, συζήτηση, ταινία ή ντοκυμαντέρ. Το ποσοστό αυτών των τελευταίων σε σχέση με την καθημερινή σαβούρα είναι ελάχιστο. Η καθημερινή αυτή σαβούρα έχει και συνεργάτη σπουδαίο: τις διαφημίσεις.

            Οι διαφημίσεις είναι το άλλοθι της σαβούρας. Γιατί μέσαθέ τους αναδύεται ένας γυαλιστερός, λουσάτος κόσμος: είτε πρόκειται για πιάτα, είτε για πλακάκια, είτε βεβαίως για αυτοκίνητα όλα αστράφτουν και επιπλέον έμμεσα ή άμεσα, σαν είδος σάλτσας ή επιδορπίου, προβάλλεται το γυναικείο σώμα ή κομμάτια του (μερικές φορές μάλιστα όχι απλώς έμμεσα ή άμεσα αλλά εξόχως προκλητικά και χυδαία). Το σώμα, όχι η γυναίκα ως ύπαρξη αλλά το σώμα της ως αυτονομημένο είδος προς ερεθισμό των αισθήσεων -και επιβολή του προϊόντος στους χαυνωμένους τηλεθεατές.

            Έχουμε λοιπόν δύο επίπεδα: από τη μία την καθημερινή σαβούρα που αποδίδεται με τον όρο «πραγματικότητα», η οποία πρέπει τάχα να παρουσιαστεί σώνει και καλά για ενημέρωση του λαού και από την άλλη τον λουστραρισμένο και αστραφτερό κόσμο της διαφήμισης που με τη σειρά του αποτελεί σαβούρα αλλά την κρύβει το ρούχο της, το κάλυμμα, το περιτύλιγμα, εν τέλει ο ψευδής ή μάλλον ψευδαισθητικός εικονισμός της: στη διαφήμιση όλα είναι ψεύτικα γιατί όλα είναι στημένα και σκηνοθετημένα.

            Ένας τέτοιος κόσμος παγιώνει την κατάσταση του εξαρτημένου και μαζικού άνθρωπου. Γιατί ο μαζικός αυτός άνθρωπος παρακολουθώντας τα ΜΜΕ δεν βλέπει πουθενά εικόνες που να τον βγάζουν στο ξέφωτο μιας ποιοτικά ανώτερης ζωής. Είναι περικυκλωμένος διπλά. Από τη μια η ρουτίνα της καθημερινότητας, όπου η πραγματικότητα κινείται μεταξύ εργασιομανίας, νεύρωσης και φυγής, ασφυκτικού ωραρίου και οικονομίας της αγοράς, πλαστών επιθυμιών και καταναλωτισμού-ολοκληρωτισμού. Από την άλλη, η πραγματικότητα των ΜΜΕ όπου τα πράγματα παρουσιάζονται διογκωμένα ή υπερτονισμένα, λόγω ανταγωνισμού και δημιουργίας εντυπώσεων, αλλά και επεξεργασμένα μέσα από ένα δημοσιογραφικό λόγο που κατέχεται από το πανίσχυρο σύνδρομο της λεγόμενης ενημέρωσης ανά λεπτό, ανά ώρα και ανά στιγμή για τα δήθεν τρομερά που συμβαίνουν στον κόσμο.

            Η ενημέρωση αυτή συνδυάζεται με την φυγοπάθεια της επικαιρότητας, η οποία, προπαντός από τότε που υπάρχει τηλεόραση στην Ελλάδα, δηλαδή επί Δικτατορίας, έχει καταστεί ο βραχνάς του κοινωνικού ανθρώπου: με αυτόν ξυπνάει και με αυτόν κοιμάται. Δεν τίθεται ζήτημα κριτηρίων ή επιλογών. Αυτά είναι ψιλά γράμματα αναγνώσιμα μόνο από δύο-τρεις χιλιάδες Έλληνες. Δεν τίθεται ζήτημα να επιλέξω αυτό ή εκείνο το σημείο της επικαιρότητας. Η επικαιρότητα υπάρχει ολόκληρη με απαιτήσεις ζηλωτικής θεότητας. Θa την υποστούμε ολόκληρη: αυτή βασιλεύει, αυτή διεισδύει εις νεφρούς και καρδίας, αυτή ανασκάβει τα πάντα· ο φακός, ειδικά τελευταία, δεν αφήνει τίποτε στο σκοτάδι!
 
            Έτσι άλλωστε φτάνουμε στην κατάργηση της προσωπικής ζωής, με πρότυπο τον «Μεγάλο Αδελφό» (και ό,τι άλλο σχετικό τον διαδέχτηκε και συνεχίζει ακάθεκτο) που οι εκπομπές του μόνο στην Ελλάδα είχαν οχτώ εκατομμύρια τηλεθεατές! Είναι τέτοια η επέλαση της επικαιρότητας στη ζωή των ανθρώπων που δεν έχουν σχεδόν καθόλου χρόνο για το μη επίκαιρο, δηλαδή για τα αληθινά και ουσιαστικά ζητήματα. Οι άνθρωποι νομίζουν στην πλειονότητά τους ότι η πραγματικότητα είναι οι οικονομικοί δείκτες, οι αποφάσεις των πολιτικών και των δημάρχων, τα τρομερά δημόσια έργα, τα μαγειρέματα των επιχειρηματιών, οι συγχωνεύσεις εταιρειών.

            Αυτό που μένει από τους ίδιους είναι ένα ατομικοποιημένο εγώ προσκολλημένο σα στρείδι στα επίγεια, με ένα συναισθηματισμό νοσηρό, με μια διάθεση άμεσης ικανοποίησης επιθυμιών χωρίς ίχνος τις πιο πολλές φορές πνευματικής αίσθησης κι ας μιλούμε δύο χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον για τον άνθρωπο ως πνευματική υπόσταση και για τις διάφορες περιοχές του πνεύματος. Έχουν λησμονήσει ότι αποτελούν προσωπική ύπαρξη, ότι η ζωή τους όταν μείνει εγκλωβισμένη στα εγκόσμια παραδίνεται στην πλήξη και τη νεύρωση.

Σωτήρης Γουνελάς
Από το βιβλίο «Ο αντιχριστιανισμός», εκδ. Αρμός, Αθήνα 2009